top of page

ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ



Ένα φαινόμενο που όλο και συχνότερα παρατηρώ στο ιατρείο είναι η άρνηση παιδιών, τόσο δημοτικής όσο και μέσης εκπαίδευσης, να πάνε σχολείο. Για την ακρίβεια, παρατήρησα μια αυξητική τάση μετά τον εγκλεισμό των παιδιών στο σπίτι και το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων λόγω της πανδημίας Covid-19. Συγκεκριμένα όταν τα παιδιά, ειδικά τα γυμνασιόπαιδα καλέστηκαν να επιστρέψουν στο σχολείο τον Μάρτιο 2021, τα αιτήματα για παιδοψυχιατρική αξιολόγηση λόγω σχολικής άρνησης αυξήθηκαν κατακόρυφα. Σήμερα, ένα μήνα μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς 2021/22, παρατηρώ άλλη μια έξαρση.


Η σχολική άρνηση όμως δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι λόγοι για τους οποίους η πανδημία προκάλεσε έξαρση του φαινομένου θα συγκεκριμενοποιηθούν σε βάθος χρόνου κατόπιν μελετών αν και κλινικά αντιλαμβανόμαστε αδρά γιατί.


Τι είναι όμως η σχολική άρνηση;

«Η σχολική άρνηση είναι μια κατάσταση που παρουσιάζεται τόσο κατά την παιδική, όσο και κατά την εφηβική ηλικία και αφορά στην ακούσια μη παρακολούθηση του σχολείου, συνοδευόμενη από συναισθήματα άγχους κατά τον αποχωρισμό από τους γονείς ή από το σπίτι» Καραγιάννης, 1994.


Μπορεί πολύ εύκολα να παρεξηγηθεί ως καπρίτσιο ή πείσμα, ειδικά για τους έφηβους, αλλά η αλήθεια είναι ότι κρύβει ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες που χρήζουν αξιολόγησης και αντιμετώπισης. Σημαντικό επίσης είναι να τονισθεί ότι ουδεμία σχέση έχει με το σκασιαρχείο. Τα παιδιά που παρουσιάζουν σχολική άρνηση διακατέχονται από έντονο άγχος και επιδιώκουν να μείνουν σπίτι για να αποφύγουν τον στρεσογόνο παράγοντα. Στην περίπτωση του σκασιαρχείου, το παιδί παριστάνει ότι πηγαίνει σχολείο. Μετά εκούσια φεύγει κρυφά από το σχολείο και αρέσκεται να περνά τον χρόνο του εκτός σπιτιού με συμμαθητές.


Η σχολική άρνηση εμφανίζεται σταδιακά. Ξεκινά με κάποιες περιστασιακές απουσίες και στην πορεία φτάνει το παιδί στην σθεναρή αντίσταση να πάει στο σχολείο. Αρχικά τα παιδιά κάνουν παράπονα στους γονείς για διάφορα σωματικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα, πονόκοιλο, αναγούλα και τάση για εμετό, έντονο πονοκέφαλο ή έντονη κούραση. Οι γονείς, ουκ ολίγες φορές, παρατηρούν ένα μοτίβο. Ότι με το που μένει το παιδί στο σπίτι, τα συμπτώματα υποχωρούν. Επίσης, τα συμπτώματα παραδόξως εξαφανίζονται τις Παρασκευές το απόγευμα για να ξαναεμφανιστούν τις Κυριακές. Επίσης, τα συμπτώματα υποχωρούν κατά την διάρκεια των διακοπών. Χριστούγεννα, Πάσχα, Καλοκαίρι. Στις αργίες κ.ο.κ. Το μοτίβο είναι ξεκάθαρο.


Πόσο συχνή είναι η σχολική άρνηση;

Σύμφωνα με μελέτες, η σχολική άρνηση παρουσιάζεται στο 5% των μαθητών του δημοτικού και στο 2% των μαθητών γυμνασίου. Η μεγαλύτερη ηλικία έναρξης αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα από την άποψη ότι η κατάσταση είναι κατεξοχήν πιο δύσκολη. Παρατηρείται εξίσου και στα δυο φύλα, σε παιδιά οποιουδήποτε νοητικού πηλίκου και σε όλα τα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα.


Πως παρουσιάζεται συνήθως η σχολική άρνηση;


Σε παιδιά νηπιαγωγείου ή αρχές δημοτικού:

Τα παιδιά παρουσιάζουν ανεξήγητη αντίσταση να ετοιμαστούν για το σχολείο κι όταν είναι στην πόρτα του σχολείου παρουσιάζουν έντονο κλάμα αποχωρισμού. Πολύ συχνά λένε ότι θέλουν να είναι μαζί με τους κηδεμόνες γιατί φοβούνται.

Σε μεγαλύτερα παιδιά δημοτικού ή αρχές γυμνασίου:

Τα παιδία αρνούνται να πάνε σχολείο και λένε ότι φοβούνται αλλά δεν ξέρουν γιατί. Αρκετές φορές δίνουν λογικοφανείς δικαιολογίες για την άρνηση τους, για παράδειγμα, ότι τα κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά, ότι ο εκπαιδευτικός τους συμπεριφέρθηκε άσχημα κτλ. Δεν είναι λίγες οι φορές που προέκυψαν παρεξηγήσεις μεταξύ κηδεμόνων και σχολείου και δεν είναι λίγες οι φορές που πραγματικά δεν ισχύουν τα πιο πάνω. Οι κηδεμόνες φυσικά, δικαιολογημένα, ανησυχούν και επιμένουν στην εξήγηση του παιδιού. Έπειτα ξεκινούν τα σωματικά συμπτώματα όπως πονοκέφαλος, έμετος, διάρροια, κοιλιακό άλγος κτλ. Στην αρχή οι πλείστοι γονείς εκδηλώνουν ανησυχία. Στην πορεία και την επανάληψη του μοτίβου εκδηλώνουν ενίοτε θυμό και προσπαθούν να πιέσουν, αλλά στο τέλος υποχωρούν κι έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Άλλες φορές επιμένουν και καταφέρνουν να πάνε το παιδί στο σχολείο. Το παιδί με την πρώτη ευκαιρία ζητά να γυρίσει σπίτι. Πάλι δημιουργείται ένταση και θυμός και ο φαύλος κύκλος εδραιώνεται.


Σε εφήβους:

Η συμπτωματολογία εμφανίζεται σταδιακά. Τα παιδιά παρουσιάζονται απρόθυμα να πάνε σχολείο, προβάλλονται διάφορες δικαιολογίες και τελικά κλιμακώνεται η κατάσταση σε μια κατηγορηματική άρνηση. Οι πλείστοι έφηβοι παρουσιάζουν αυξανόμενη ένταση και ευερεθιστότητα προ του προβλήματος και πολύ συχνά η σχολική άρνηση σε αυτή την ηλικία παρουσιάζεται μετά από μια δικαιολογημένη απουσία από το σχολείο, π.χ. λόγω ασθένειας. Αδρά, συνήθως πρόκειται για φιλήσυχα παιδιά, που ουδέποτε είχαν πρόβλημα με το σχολείο και ήταν καλοί μαθητές. Άλλες φορές, πρόκειται για μαθητές με δυσκολίες προσαρμογής, που δεν τα καταφέρνουν καλά στις σχολικές απαιτήσεις και που δεν αντλούν ευχαρίστηση από το σχολείο. Είναι παιδιά που είναι κάπως δειλά όταν είναι έξω από το σπίτι.


Ποια είναι η αιτιολογία της σχολικής άρνησης;

Πολλοί παράγοντες έχουν συνδεθεί με την σχολική άρνηση και κάποιοι μπορεί να είναι οι ακόλουθοι:

  • Σχολικός εκφοβισμός.

  • Αλλαγή σχολικού πλαισίου και δυσκολία προσαρμογής.

  • Σχολικές συνθήκες που μπορεί να προκαλούν στρες, π.χ απαιτητικό πρόγραμμα εκπαίδευσης.

  • Μαθησιακές δυσκολίες. Η μη έγκαιρη διάγνωση ενδεχομένως να συνδέεται με συναισθήματα απογοήτευσης και ματαίωσης.

  • Συναισθηματικοί λόγοι. Φοβία να μην πάθουν κάτι οι γονείς, παιδιά με ψυχαναγκαστική προσωπικότητα, τελειομανή παιδιά που διακατέχονται από άγχος αποτυχίας.

  • Υπερπροστατευμένα, μη ανεξαρτητοποιημένα, φοβικά παιδιά.

  • Ασθένεια ή ατύχημα του εφήβου που τον ανάγκασαν για κάποιο διάστημα να νοσηλευτεί ή να μείνει στο σπίτι.

  • Θάνατος ή αρρώστια στην οικογένεια.

  • Συγκρουσιακή κατάσταση στο οικογενειακό περιβάλλον ή διαζύγιο κηδεμόνων.

Συνεπώς, είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας η αξιολόγηση για ταυτοποίηση της αιτίας και για αποκλεισμό οποιασδήποτε σοβαρότερης ψυχοπαθολογίας, π.χ αγχώδη διαταραχή, κατάθλιψη κτλ.


Πως αντιμετωπίζεται η σχολική άρνηση; Υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία;

Η παρέμβαση διαφέρει μεταξύ παιδιών και εφήβων ως κάποιο βαθμό. Σε μικρά παιδιά συνήθως αρκεί η συμβουλευτική γονέων. Οι γονείς ενδυναμώνονται στο ρόλο τους και στηρίζονται ως προς την στάση που θα κρατήσουν, σε συνεργασία πάντα με τους εκπαιδευτικούς των παιδιών. Σε πιο μεγάλα παιδιά, δη εφήβους, κι αν η διαγνωστική διαδικασία αναδείξει ψυχοπαθολογία ή έντονα διαταραγμένες ενδοοικογενειακές σχέσεις, τότε απαιτείται θεραπευτική αντιμετώπιση.


Η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση παίζει καταλυτικό ρόλο. Φαρμακοθεραπεία (αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά) χορηγείται μόνο όταν κυριαρχούν έντονο άγχος και καταθλιπτικά συμπτώματα.


Η συνεργασία των ειδικών της ψυχικής υγείας (γιατρού, εκπαιδευτικού ή/και κλινικού ψυχολόγου) με το σχολείο είναι εξαιρετικά σημαντική. Πολλές φορές επιλέγεται, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των εμπλεκομένων, να επανέρθει το παιδί σταδιακά στο σχολείο. Άλλες φορές κρίνεται ως απαραίτητη η κατ´οίκον εκπαίδευση για κάποιο διάστημα, συνήθως λόγω της σοβαρότητας των συμπτωμάτων που παρουσιάζει το παιδί.

Εν κατακλείδι, δεν μπορεί να τονισθεί αρκετά η σημαντικότητα της επικοινωνίας μεταξύ κηδεμόνων και παιδιών. Η επικοινωνία πρέπει να βασίζεται στον σεβασμό και στην κατανόηση.



«Αν και ο κυριότερος στόχος της θεραπευτικής παρέμβασης είναι η όσο το δυνατό συντομότερη επαναφορά του παιδιού στο σχολείο, πρωταρχικός στόχος των γονιών δεν θα πρέπει εντούτοις να είναι η άμεση επιστροφή στο σχολείο, άλλα η δημιουργία ενός κλίματος αποδοχής και εμπιστοσύνης, όπου το παιδί θα μοιραστεί τα άγχη και τις ανησυχίες του» Gil, 1996.






bottom of page