top of page

H «παράδοξη» συνάντηση

Παράδοξη γιατί κάθε άλλο παρά αναμενώμενη ήταν και σίγουρα πέραν κάθε προσδοκίας...


(Την θυμήθηκα με αφορμή οτι τώρα τελευταία, εντελώς συμπτωματικά, προσέρχονται έφηβοι ή γονείς εφήβων στο ιατρείο και το ουσιαστικό τους θέμα είναι το συναισθηματικό πλήγμα απο φιλικές σχέσεις που είτε τελείωσαν άδοξα ή που δεν τελείωσαν αλλά είναι τοξικές. Πλήγμα που παρουσιάζεται με διάφορα ποικίλα ψυχολογικά ή ψυχοσωματικά συμπτώματα. Να σας πω τώρα για την συνάντηση...)


Όταν επιβιβάζεσαι χωρίς συντροφιά σε ένα αεροπλάνο, νοουμένου φυσικά οτι δεν έχεις φοβία για τις πτήσεις, δυο πράγματα σκέφτεσαι. Να είναι άδεια η θέση δίπλα σου ή να μην κάθεσαι δίπλα απο ομιλητικό/υπερκινητικό/χωροκατακτητικό άτομο. Αυτά!


Αυτά λοιπόν σκεφτόμουνα επανειλημμένα, σαν βουδιστικά μάντρα, όταν επιβιβαζόμουν για μια υπεραντλαντική πτήση, συγκεκριμένα απο Στοκχόλμη για Τορόντο μέσω Φρανκφούρτης. Με δύο βιβλία, αγαπημένα σνάκ, μαξιλαράκι, ωτοασπίδες και μάσκα ύπνου υπο μάλης. Οτιδήποτε βασικά έκρινα αναγκαίο για να αντέξω/απολαύσω ένα δωδεκάωρο μοναχικό ταξίδι.


Στο δεύτερο σκέλος της πτήσης, με απογοήτευση, έκατσα στην θέση μου βλέποντας οτι δίπλα μου καθόταν μια κυρία. Μου έμεινε να ελπίζω οτι θα ήταν...φρόνιμη. Το φοβόμουνα λίγο γιατί το υπερβολικά φιλικό χαμόγελο της υποσχόταν κουβέντα. Με συνοπτικές απέφευγα κάθε βλεμματική επαφή και με το που απογειώθηκε το αεροπλάνο τοποθέτησα επιδεικτικά τις ωτοασπίδες και πήρα το βιβλίο αγκαλιά.


Ένα άπαλο σκούντημα με ξύπνησε απο έναν βαθύ ύπνο. Η κυρία, με το ίδιο πλατύ χαμόγελο, μου ανέφερε οτι δυστυχώς μούδιασε το μπράτσο της γιατί, στον ύπνο μου, έγυρα το κεφάλι μου πάνω της και αποκοιμήθηκα στον ώμο της το τελευταίο δίωρο. Κατακόκκινη απο ντροπή και αμηχανία απολογήθηκα και τότε αυτή ξεκίνησε με αριστοτεχνική μαεστρία να μου κάνει ερωτήσεις με απώτερο σκοπό την κοινωνική αλληλοεπίδραση μαζί μου. Σαν φυσιολογικός άνθρωπος δηλαδή, εγώ ήμουν η αντικοινωνική της υπόθεσης. Ομολογουμένως η κυρία είχε εξαιρετικές κοινωνικές δεξιότητες αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον σαν άνθρωπος... οι υπόλοιπες εξι ώρες της πτήσης πέρασαν σαν αστραπή.


Πολύ χαλαρά ξεκινήσαμε μια συζήτηση η οποία συνειρμικά μας έπαιρνε απο το ένα θέμα στο επόμενο. Ξαφνικά σχολίασα, με πάσα ειλικρίνια, οτι με εντυπωσίασε το πόσο εύκολα κάνει κουβέντα και το οτι έχει την ενέργεια να δίνει αυθεντική σημασία σε αγνώστους.


«Ψυχίατρος είστε;» ρώτησα χαριτολογώντας.


«Όχι αγαπητή! Το γεγονός όμως οτι κάνω ξεσκαρτάρισμα γενικής φύσης - απο πράγματα κι ανθρώπους - μια φορά τον χρόνο, σαν το ανοιξιάτικο καθάρισμα, μου δίνει την ενέργεια αλλά και τον συναισθηματικό χώρο να εχω την περιέργεια για καινούργια πράγματα, μέρη και ναι!..ανθρώπους επίσης!»



Το γεμάτο, ίσως, απορία βλέμμα μου ή η πλέον εμφανέστατη ανάγκη να επεξεργαστώ στο μυαλό μου αυτό που μόλις άκουσα την έκανε να σιωπήσει για λίγο.


«Ποιά χορδή κτύπησα;», με ρώτησε.


«Τι εννοείτε ξεσκαρτάρετε ανθρώπους; Για ανθρώπους μιλάτε, οχι για κάποιο πουλόβερ που φορέσατε την προηγούμενη σεζόν...», είπα κάπως μαγκωμένη.


Άντέκρουσε άμεσα.


«Είσαι σίγουρη οτι δεν έχεις στον περίγυρο σου άτομα που κράτησες επι σειρά ετών αλλά μόνο βλαβερά είναι για την ψυχολογία σου; Οσο βλαβερό είναι ένα στενό παντελόνι που σε κόβει αλλά επιμένεις να το φοράς;»


«Μα με τους ανθρώπους συνδέεσαι...ναι, εντάξει, είναι και κάποια ρούχα που τα έχεις χρόνια και δεν τα αποχωρίζεσαι, αλλά δεν είναι το ίδιο!»


«Κι όμως είναι! Ο αδελφικός σου φίλος είναι σαν το καλό, ακριβό, διαχρονικά στυλάτο μαύρο παλτο. Δεν θα το βγάλεις ποτέ! επένδυσες και το χαίρεσαι! Είναι μετά τα μπλουζάκια μιας χρήσης. Πήγες να κάνεις την δουλειά σου και σε άφησαν στον δρόμο γιατί σχίστηκαν. Δεν τρελλάθηκες κιόλας γιατί κάπου το περίμενες. Στη ζωή μας όμως, μπαίνουν κι ανθρωποι σαν τα μπλουζάκια μιας σεζόν, θα τα θυμάσαι πάντα γιατί ήσουν τρομερά άνετη σε εκέινα τα πάρτυ ή στα ταξίδια με το τραίνο που τα φόρεσες. Σου είχαν κάνει κομπλιμέντα κιόλας οι άλλοι γιατί σου πήγαιναν. Έχεις και κάποιες αναμνηστικές φωτογραφίες φορώντας τα. Η ποιότητα όμως, μέτρια εως πολύ, δεν σε άφησε να τα χαρείς παραπάνω. Φθάρηκαν λίγο, έχασαν το χρώμα τους κι εσυ τα ξέχασες στη ντουλάπα. Τα βλέπεις κάθε τόσο που την ανοίγεις αλλά δεν τα φοράς κι όλο σιγομουρμουρίζεις οτι κάποια στιγμή πρέπει να δεις τι θα κάνεις μαζί τους. Το σίγουρο όμως είναι οτι σε εκνευρίζει γιατί σου τρώνε χώρο».


Αν και καταλάβαινα τι μου έλεγε, κάτι μέσα μου κλωτσούσε. Σκεφτόμουνα, ξεκινούσα να απαντήσω, σταματούσα, ξανασκεφτόμουνα. Το κατάλαβε με τη μια.


«Κοίτα, το παράδειγμα ήταν σίγουρα πολύ απλοϊκό. Εν τέλει, αλλού θέλω να καταλήξω. Δεν ευθύνεται πότε κάποιος ή κάτι άλλο εκτος απο τον εαυτό μας και μόνο. Η απογοήτευση μας είναι αποτέλεσμα της δικής μας προσδοκίας. Είτε ρίχνεις τις προσδοκίες και όπου βγεί βγήκε ή τις κρατάς σε ένα επίπεδο που θες αλλά να είσαι έτοιμη να σβήσεις πράγματα. Όλα θέλουν μέτρο. Ακόμα και οι άνθρωπινες σχέσεις, εκτος κι αν σου αρέσει η τοξικότητα. Αργά ή γρήγορα όλοι το μαθαίνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Είναι άλλωστε ένα επώδυνο αλλά απαραίτητο αναπτυξιακό στάδιο, έτσι δεν είναι;»


Σιώπησα. Άλλωστε προσγειωνόμασταν.


Ως παιδοψυχίατρος έπρεπε να το είχα σκεφτεί. Όντως έτσι είναι. Όλοι πληγώνονται σε κάποια φάση. Αναπόφευκτο! Σημασία έχει πως θα αντεπεξέλθεις. Τι εφόδια χρειάζονται; Τι μπορώ να μάθω σε αυτούς τους εφήβους; ή στους γονείς τους (που στην τελική, αυτοί δεν θα έπρεπε να είχαν αδράξει αυτό το αναπτυξιακό ορόσημο και να ξέρουν; να μεταλαμπαδεύσουν το ζουμί του μαθήματος της ζωής;)


Καλή Άνοιξη και καλό ξεσκαρτάρισμα!





bottom of page