ΔΕΠ-Υ:Παιδοψυχίατρο ή Ψυχολόγο;
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) είναι η επίμονη διαταραχή της προσοχής ή/και υπερκινητικότητα-παρορμητικότητα που επηρεάζει τη λειτουργία ή την ανάπτυξη. Χαρακτηρίζεται από απροσεξία ή/και υπερκινητικότητα/παρορμητικότητα σε σημείο δυσπροσάρμοστο και ασυνεπή σε σχέση με την ηλικία του ατόμου και το αναπτυξιακό του επίπεδο. Τα συμπτώματα που επηρεάζουν την σχολική/επαγγελματική και κοινωνική λειτουργικότητα θα πρέπει να υπήρχαν πριν από την ηλικία των 12 ετών για τουλάχιστον 6 μήνες καθώς και σε δύο τουλάχιστον πλαίσια, π.χ στο σπίτι και στο σχολείο.
(Πηγή: American Psychiatric Association. Diagnostic and statistical manual of mental disorders (DSM-5®). American Psychiatric Pub, 2013.)
Τα συμπτώματα κάποιες φορές είναι τόσο έντονα που οι γονείς, αλλά και οι εκπαιδευτικοί, καταφεύγουν στους ειδικούς για βοήθεια. Ξεκινώντας θα μοιραστώ μαζί σας ένα απελπισμένο αλλά χαρακτηριστικό μέηλ που πήρα πρόσφατα από κάποιους γονείς…
῾῾Καλησπέρα σας! Χρειαζόμαστε την συμβουλή σας. Έχουμε έναν 11χρονο γιό , ο οποίος αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες στο σχολείο αλλά και εκτός. Μπλέκει σε καυγάδες και διαπληκτισμούς, είναι αυθάδης και κάνει αταξίες. Δεν παρακολουθεί στη τάξη και ενώ είναι έξυπνος δεν μαθαίνει όπως τα άλλα παιδιά. Ενοχλεί τους συμμαθητές του και φέρνει την δασκάλα του στα όρια της. Το μετανιώνει μετά και πολύ συχνά κλαίει. Μας επαναλαμβάνει συνέχεια ”αφού είμαι βλάκας”. Αυτό ίσως να μας στεναχωρεί περισσότερο από όλα. Ποτέ δεν υπήρξε εύκολο παιδί αλλά τώρα μας είπε η δασκάλα του ότι το παιδί πρέπει να το δει ένας ειδικός γιατί η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Η ερώτηση μας είναι: Σε ψυχολόγο ή σε γιατρό να τον πάμε; Και σε ποιο γιατρό, σε παιδίατρο ή σε παιδοψυχίατρο; θα χρειαστεί και ψυχοθεραπεία; Έχουμε μπερδευτεί! σε ποιόν να στραφούμε; Όλοι είναι σύμφωνα με τα πτυχία τους ειδικοί. Εμείς δεν ξέρουμε από αυτά και όσο ακούμε περισσότερο μπερδευόμαστε. Δεν έχουμε την οικονομική άνεση να διαλέξουμε κάτι τυχαία και δεν θέλουμε να χάσουμε πολύτιμο χρόνο!’’
Λογικότατη ερώτηση! Πολλοί γονείς απορούν για τη διαφορά μεταξύ των επαγγελματιών του χώρου της ψυχικής υγείας και για το πότε πρέπει να απευθυνθούν στον ένα και πότε στον άλλο ειδικά στις σοβαρές περιπτώσεις ΔΕΠΥ. Εύλογο επιχείρημα επίσης η απώλεια πολύτιμου χρόνου καθώς και η οικονομική επιβάρυνση.
Οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι έχουν βασικές διαφορές, ειδικά όσον αφορά στην εκπαίδευση, στην θεραπευτική προσέγγιση, στην μεθοδολογία καθώς και στο πεδίο εργασίας. Το κοινό τους σημείο όμως είναι ότι και οι δύο αφιερώνονται στην επίτευξη και την διατήρηση της σωματικής, ψυχικής και συναισθηματικής ευεξίας των παιδιών και των εφήβων. Η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των ειδικών είναι απαραίτητη για μια ολοκληρωμένη και πολυθεματική δουλειά που θα επιφέρει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Εν ολίγοις, όταν οι ειδικοί να λειτουργούν σαν ομάδα έχουμε και το ιδανικότερο αποτέλεσμα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…
Ο παιδοψυχίατρος λοιπόν είναι γιατρός με ειδικότητα την ψυχιατρική παίδων και εφήβων. Είναι αυτός που θα εξετάσει, θα διαγνώσει, θα διαφοροδιαγνώσει και θα αποκλείσει πιθανές υποβόσκουσες οργανικές αιτίες που προκαλούν παθολογική εικόνα, π.χ έλλειψη βιταμινών του συμπλέγματος Β και αδυναμία συγκέντρωσης. Σε τέτοια περίπτωση οργανικής αιτίας, ο παιδοψυχίατρος θα παραπέμψει το παιδί στον παιδίατρο. Ο παιδοψυχίατρος θα βοηθήσει με ψυχοεκπαίδευση, αν χρειαστεί με φαρμακοθεραπεία καθώς και με τον συντονισμό της ολιστικής θεραπευτικής προσέγγισης πάντα σε συνεργασία με τους άλλους εμπλεκόμενους, π.χ ψυχολόγο, εργοθεραπευτή, ειδικό παιδαγωγό κτλ., αναλόγως την περίπτωση. Αν κρίνει ότι ένα παιδί χρήζει ψυχοθεραπείας τότε είτε θα το αναλἀβει αυτός (εάν και εφόσων είναι εγγεγραμμένος ψυχοθεραπευτής και εάν και εφόσων εξασκεί το είδος ψυχοθεραπείας που ενδείκνυται) είτε θα το παραπέμψει σε συνάδελφο όπως οφείλει να πράξει.
Ο ψυχολόγος είναι κυρίως αυτός που θα βοηθήσει παιδί και γονείς να αντιμετωπίσουν και να καταπολεμήσουν συναισθηματικές δυσκολίες ή κάποια ψυχολογικά προβλήματα, χωρίς αυτά απαραίτητα να ανάγονται στο επίπεδο της ψυχικής διαταραχής. Η μεθοδολογία είναι βάση της ειδικότητας του κάθε ψυχολόγου και αν, σαφώς, αυτή αποδεδειγμένα μπορεί να βοηθήσει αναλόγως το πρόβλημα. Ανάλογα την ειδικότητα του επίσης μπορεί να είναι και αυτός που θα κάνει τα ψυχομετρικά τεστ κατά τη γνωμάτευση. Είναι ευθύνη του ψυχολόγου να κρίνει αν μπορεί να βοηθήσει ή αν θα πρέπει να παραπέμψει σε άλλο συνάδελφο.
Όπως έγραψα και πιο πάνω, το ιδανικό αποτέλεσμα το έχουμε όταν οι ειδικοί δουλεύουν συνδυαστικά. Ας δούμε λοιπόν τι έγινε με τον 11χρονο…
Οι γονείς μετά από προτροπή ήρθαν σε πρώτη φάση σε επαφή με τον εκπαιδευτικό ψυχολόγο και τον ειδικό παιδαγωγό στο σχολείο του παιδιού. Μετά την γνωμάτευση τους έγιναν κάποιες παρεμβάσεις στο σχολείο με μικρό όμως αποτέλεσμα. Οι δύο ειδικοί παρέπεμψαν την οικογένεια σε παιδοψυχίατρο. Ο παιδοψυχίατρος πήρε ένα λεπτομερές ιστορικό από τους γονείς, χαρτογράφησε το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον του παιδιού και εξέτασε κατά πόσον υπήρξε κάποια τραυματική εμπειρία που δυνητικά θα μπορούσε να συντείνει στην κλινική εικόνα. Το αγόρι αντιμετώπιζε τις δυσκολίες συγκέντρωσης και ήταν παρορμητικός από πολύ μικρή ηλικία, από τα 5 του, αλλά τις ξεπερνούσε σε κάποιο βαθμό χάριν στην υποστήριξη των δασκάλων και των γονιών του. Όσο όμως αυξάνονταν οι ακαδημαϊκές απαιτήσεις, τόσο μεγαλύτερες δυσκολίες παρουσίαζε.
Ο παιδοψυχίατρος αποφάσισε να προχωρήσει με αιματολογικές εξετάσεις και αξιολόγηση του ύπνου. Όταν αποκλείστηκαν οι οργανικές αιτίες, ο παιδοψυχίατρος κατέληξε μετά από επικοινωνία με τον εκπαιδευτικό ψυχολόγο και τον ειδικό παιδαγωγό, στην διάγνωση ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας). Λόγω του ότι οι παρεμβάσεις στο σχολείο και στο σπίτι δεν έδωσαν τα επιθυμητά αποτελέσματα κρίθηκε αναγκαία η φαρμακοθεραπεία. Ο παιδοψυχίατρος συνεχίζει να κάνει τακτικούς ελέγχους και παράλληλα έχει παραπέμψει την οικογένεια σε ψυχοθεραπευτή για ψυχοθεραπεία. Κρίθηκε απαραίτητο να επαναπροσδιορίσει ο μικρός τον εαυτό του σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες της ΔΕΠΥ, να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του, να μάθει να ελέγχει τα ξεσπάσματα θυμού (κάτι που πολύ συχνά συνοδεύει την ΔΕΠΥ) καθώς και να αναπτύξει μια ισορροπία μεταξύ ενσυναίσθησης και υπευθυνότητας.
Πράγματι η σωστή γνωμάτευση, προσέγγιση και θεραπεία καθώς και η καλή συνεργασία των ειδικών με τους γονείς και πρωτίστως μεταξύ τους, βοήθησαν τον μικρό να πετύχει τόσο ακαδημαικά όσο και κοινωνικά, αφού δημιούργησε μια καλύτερη σχέση με τον εαυτό του και τους γύρω του. Οι γονείς πήραν την βοήθεια που ζητούσαν και ξεπέρασαν την όποια ανασφάλεια ένιωθαν ως προς το πως θα βοηθήσουν το παιδί τους.